καταποστέλλω

καταποστέλλω
καταποστέλλω (Α)
στέλνω κάτι από ψηλότερο μέρος ή από το εσωτερικό μιας χώρας σε άλλο που βρίσκεται χαμηλότερα ή κοντά στην παραλία, κυρίως από την ενδοχώρα τής Αιγύπτου στην Αλεξάνδρεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”